σκάλλω

σκάλλω
ΜΑ
σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.)
αρχ.
μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ)
β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< *σκαλ-) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *skl- τής ΙΕ ρίζας *(s)kel- «κόβω» και συνδέεται με λιθουαν. skeliu «σχίζω», αρχ. ισλανδ. skilja «χωρίζω», γερμ. schleiBen «σχίζω», schalen «ξεφλουδίζω», αγγλ. scale «λέπι, ξεφλουδίζω», shell «κέλυφος». Η ρίζα του ρ. σκάλλω έχει πολύ γενική σημ., από την οποία προήλθαν οι ποικίλες και διαφορετικές μεταξύ τους σημ. τών λέξεων τής οικογένειας αυτής, και πρέπει να συνδεθεί με την ΙΕ ρίζα *kel- (χωρίς αρκτικό s-) τών: κολάπτω, κόλος, κελεός, κλῶ. Με το ρ. σκάλλω συνδέονται, τέλος, και οι τ. σκαλμός, σκῶλος, σκόλοψ, σκύλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκάλλω — stir up pres subj act 1st sg σκάλλω stir up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλλόμενον — σκάλλω stir up pres part mp masc acc sg σκάλλω stir up pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάλλομεν — σκάλλω stir up pres ind act 1st pl σκάλλω stir up imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάλλουσι — σκάλλω stir up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκάλλω stir up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῆλαι — σκάλλω stir up aor imperat mid 2nd sg σκάλλω stir up aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήλῃ — σκάλλω stir up aor subj mid 2nd sg σκάλλω stir up aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔσκαλε — σκάλλω stir up aor ind act 3rd sg ἔσκᾱλε , σκάλλω stir up aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔσκαλεν — σκάλλω stir up aor ind act 3rd sg ἔσκᾱλεν , σκάλλω stir up aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔσκαλλον — σκάλλω stir up imperf ind act 3rd pl σκάλλω stir up imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔσκαλον — σκάλλω stir up aor ind act 3rd pl σκάλλω stir up aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”